- περιφοιτώ
- -άω, Απηγαίνω εδώ κι εκεί, περιπλανώμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + φοιτῶ «περιφέρομαι, συχνάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιφοίτῳ — περίφοιτος revolving masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίφοιτος — ον, Α [περιφοιτώ] 1. ο περιστρεφόμενος, αυτός που έχει κυκλική κίνηση 2. εκείνος που πάει εδώ κι εκεί, ο άστατος … Dictionary of Greek
περιφοίτης — ὁ, Μ [περιφοιτώ] ο οδοιπόρος … Dictionary of Greek
περιφοίτησις — ήσεως, ἡ Α [περιφοιτώ] η περιπλάνηση … Dictionary of Greek